κρυσταλλολογία

κρυσταλλολογία
η
η κρυσταλλογραφία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρυσταλλολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην κρυσταλλολογία, κρυσταλλογραφικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”